Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαλαρίας
γάλας
Γαλάται
Γαλατάρχης
γαλάτιον
γάλβινα
γαλεάγκων
γαλεάγρα
γαλέαγρος
γαλέη
γαλεόβδολον
γαλεοειδής
γαλεός
γαλερός
γαλερωπός
γαλεώδης
γαλεώνυμος
γαλεώτης
γαλῆ1
γάλη2
γαληναίη
View word page
γαλεόβδολον
γᾰλεό-βδολον, τό,
A). = γαλήοψις , Dsc. 4.94 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαλεόβδολον
Headword (normalized):
γαλεόβδολον
Headword (normalized/stripped):
γαλεοβδολον
IDX:
21487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21488
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γᾰλεό-βδολον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γαλήοψις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.94 </span>.</div> </div><br><br>'}