Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαλαξήεις
γαλάξια
γαλαξίας
γαλαξιών
γαλαρίας
γάλας
Γαλάται
Γαλατάρχης
γαλάτιον
γάλβινα
γαλεάγκων
γαλεάγρα
γαλέαγρος
γαλέη
γαλεόβδολον
γαλεοειδής
γαλεός
γαλερός
γαλερωπός
γαλεώδης
γαλεώνυμος
View word page
γαλεάγκων
γαλεάγκων,
A). v.l. for γαλιάγκων (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαλεάγκων
Headword (normalized):
γαλεάγκων
Headword (normalized/stripped):
γαλεαγκων
IDX:
21483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21484
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαλεάγκων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">γαλιάγκων</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}