Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαλακτοποτέω
γαλακτοπότης
γαλακτοπώλης
γαλακτόρυτος
γαλακτοτροφέω
γαλακτοτρόφησις
γαλακτοτροφία
γαλακτουργέω
γαλακτουργός
γαλακτουχέω
γαλακτοῦχος
γαλακτοφαγέω
γαλακτοφορία
γαλακτοφόρος
γαλακτόχρως
γαλακτώδης
γαλάκτωσις
γαλάνα
γάλαξ
γαλαξαῖος
γαλαξήεις
View word page
γαλακτοῦχος
γᾰλακτ-οῦχος, ον,(ἔχω)
A). having or sucking milk, Poll. 3.50 .


ShortDef

having

Debugging

Headword:
γαλακτοῦχος
Headword (normalized):
γαλακτοῦχος
Headword (normalized/stripped):
γαλακτουχος
IDX:
21463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21464
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γᾰλακτ-οῦχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">ἔχω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">sucking milk</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3:50" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3.50/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 3.50 </a>.</div> </div><br><br>'}