Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαλακτοκόμος
γαλακτοκράς
γαλακτόομαι
γαλακτοπαγής
γαλακτοποιέω
γαλακτοποιητικός
γαλακτοποιΐα
γαλακτοποσία
γαλακτοποτέω
γαλακτοπότης
γαλακτοπώλης
γαλακτόρυτος
γαλακτοτροφέω
γαλακτοτρόφησις
γαλακτοτροφία
γαλακτουργέω
γαλακτουργός
γαλακτουχέω
γαλακτοῦχος
γαλακτοφαγέω
γαλακτοφορία
View word page
γαλακτοπώλης
γᾰλακτο-πώλης, ου, ,
A). milkseller, Gloss.


ShortDef

milkseller

Debugging

Headword:
γαλακτοπώλης
Headword (normalized):
γαλακτοπώλης
Headword (normalized/stripped):
γαλακτοπωλης
IDX:
21455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21456
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γᾰλακτο-πώλης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">milkseller,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}