Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτὶς
γαλακτισμός
γαλακτίτης
γαλακτοδόχος
γαλακτοειδής
γαλακτοθρέμμων
γαλακτοκόμος
γαλακτοκράς
γαλακτόομαι
γαλακτοπαγής
γαλακτοποιέω
γαλακτοποιητικός
γαλακτοποιΐα
γαλακτοποσία
γαλακτοποτέω
γαλακτοπότης
γαλακτοπώλης
View word page
γαλακτοκόμος
γᾰλακτο-κόμος·
ποιμήν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γαλακτοκόμος
Headword (normalized):
γαλακτοκόμος
Headword (normalized/stripped):
γαλακτοκομος
IDX:
21445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21446
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γᾰλακτο-κόμος·</span> <span class="foreign greek">ποιμήν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}