Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαλαίριον
γαλακοθρέμμων
γαλακτηφόρος
γαλακτίας
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτὶς
γαλακτισμός
γαλακτίτης
γαλακτοδόχος
γαλακτοειδής
γαλακτοθρέμμων
γαλακτοκόμος
γαλακτοκράς
γαλακτόομαι
γαλακτοπαγής
γαλακτοποιέω
γαλακτοποιητικός
γαλακτοποιΐα
View word page
γαλακτίτης
γᾰλακτ-ίτης [ῑ] λίθος, stone
A). which makes water milky, Dsc. 5.132 .
II). γαλακτίτης, = γαλακτίς 11 , Gloss.


ShortDef

which makes water milky

Debugging

Headword:
γαλακτίτης
Headword (normalized):
γαλακτίτης
Headword (normalized/stripped):
γαλακτιτης
IDX:
21441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21442
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γᾰλακτ-ίτης</span> [<span class="foreign greek">ῑ] λίθος</span>, stone <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">which makes water milky</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.132 </span>. </div> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> <span class="foreign greek">γαλακτίτης,</span> = <span class="ref greek">γαλακτίς</span> <span class="bibl"> 11 </span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}