Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαλαθηνός
γαλαίριον
γαλακοθρέμμων
γαλακτηφόρος
γαλακτίας
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτὶς
γαλακτισμός
γαλακτίτης
γαλακτοδόχος
γαλακτοειδής
γαλακτοθρέμμων
γαλακτοκόμος
γαλακτοκράς
γαλακτόομαι
γαλακτοπαγής
γαλακτοποιέω
γαλακτοποιητικός
View word page
γαλακτισμός
γᾰλακτ-ισμός, ,
A). suckling, παιδίου Mnesith. Cyz. ap. Orib. inc. 15.17 .


ShortDef

suckling

Debugging

Headword:
γαλακτισμός
Headword (normalized):
γαλακτισμός
Headword (normalized/stripped):
γαλακτισμος
IDX:
21440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21441
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γᾰλακτ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">suckling</span>, <span class="foreign greek">παιδίου</span> Mnesith. Cyz. ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> </span> inc. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:15:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:15.17/canonical-url/"> 15.17 </a>.</div> </div><br><br>'}