Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαιώδης
γαιών
γάκα
γάλα
γάλαγγα
γαλαθηνός
γαλαίριον
γαλακοθρέμμων
γαλακτηφόρος
γαλακτίας
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτὶς
γαλακτισμός
γαλακτίτης
γαλακτοδόχος
γαλακτοειδής
γαλακτοθρέμμων
γαλακτοκόμος
View word page
γαλακτιάω
γᾰλακτ-ιάω,
A). give no milk, Poll. 3.50 ; but γαλακτιῶντες· γάλακτος μεστοί, Hsch.


ShortDef

give no milk

Debugging

Headword:
γαλακτιάω
Headword (normalized):
γαλακτιάω
Headword (normalized/stripped):
γαλακτιαω
IDX:
21435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21436
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γᾰλακτ-ιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">give no milk</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3:50" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3.50/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 3.50 </a>; but <span class="foreign greek">γαλακτιῶντες· γάλακτος μεστοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}