Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γαίω
γαιώδης
γαιών
γάκα
γάλα
γάλαγγα
γαλαθηνός
γαλαίριον
γαλακοθρέμμων
γαλακτηφόρος
γαλακτίας
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτὶς
γαλακτισμός
γαλακτίτης
γαλακτοδόχος
γαλακτοειδής
γαλακτοθρέμμων
View word page
γαλακτίας
γᾰλακτ-ίας
,
ου
,
ὁ
, with and without
κύκλος,
A).
=
γαλαξίας
,
Ptol.
Alm.
8.2
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γαλακτίας
Headword (normalized):
γαλακτίας
Headword (normalized/stripped):
γαλακτιας
IDX:
21434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21435
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γᾰλακτ-ίας</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, with and without <span class="foreign greek">κύκλος,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γαλαξίας</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Alm.</span> 8.2 </span>.</div> </div><br><br>'}