Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαϊτανά
γαίω
γαιώδης
γαιών
γάκα
γάλα
γάλαγγα
γαλαθηνός
γαλαίριον
γαλακοθρέμμων
γαλακτηφόρος
γαλακτίας
γαλακτιάω
γαλακτίζω
γαλάκτινος
γαλάκτιον
γαλακτὶς
γαλακτισμός
γαλακτίτης
γαλακτοδόχος
γαλακτοειδής
View word page
γαλακτηφόρος
γαλακτηφόρος, ον,
A). = γαλακτο- , BCH 37.97 (ii/iii A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαλακτηφόρος
Headword (normalized):
γαλακτηφόρος
Headword (normalized/stripped):
γαλακτηφορος
IDX:
21433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21434
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαλακτηφόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γαλακτο-</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 37.97 </span> (ii/iii A. D.).</div> </div><br><br>'}