Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαιογράφος
γαιοδότης
γαιομέτρης
γαιονόμος
γάϊος
γαιός
γαιοφάγος
γαιοφανής
γαιόω
γαῖσος
γαῗται
γαϊτανά
γαίω
γαιώδης
γαιών
γάκα
γάλα
γάλαγγα
γαλαθηνός
γαλαίριον
γαλακοθρέμμων
View word page
γαῗται
γαῗται· γεωργοί, Hsch., EM 223.29 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαῗται
Headword (normalized):
γαῗται
Headword (normalized/stripped):
γαιται
IDX:
21422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21423
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαῗται·</span> <span class="foreign greek">γεωργοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 223.29 </span>.</div><br><br>'}