Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαϊδάριον
γαιηγενής
γαίηθεν
γαιήϊος
γαιήοχος
γαιηφάγος
γαιθυλα
γαϊκός
γαίνεται
γάϊνος
γαιογράφος
γαιοδότης
γαιομέτρης
γαιονόμος
γάϊος
γαιός
γαιοφάγος
γαιοφανής
γαιόω
γαῖσος
γαῗται
View word page
γαιογράφος
γαιο-γράφος [ᾰ],
A). = γεωγράφος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαιογράφος
Headword (normalized):
γαιογράφος
Headword (normalized/stripped):
γαιογραφος
IDX:
21412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21413
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαιο-γράφος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γεωγράφος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}