Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαιάδας
γαϊδάριον
γαιηγενής
γαίηθεν
γαιήϊος
γαιήοχος
γαιηφάγος
γαιθυλα
γαϊκός
γαίνεται
γάϊνος
γαιογράφος
γαιοδότης
γαιομέτρης
γαιονόμος
γάϊος
γαιός
γαιοφάγος
γαιοφανής
γαιόω
γαῖσος
View word page
γάϊνος
γάϊνος, Dor.
A). = γήϊνος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γάϊνος
Headword (normalized):
γάϊνος
Headword (normalized/stripped):
γαινος
IDX:
21411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21412
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γάϊνος</span>, Dor. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γήϊνος</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}