Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γάθευδον
γαθέω
γαῖα
γαιάδας
γαϊδάριον
γαιηγενής
γαίηθεν
γαιήϊος
γαιήοχος
γαιηφάγος
γαιθυλα
γαϊκός
γαίνεται
γάϊνος
γαιογράφος
γαιοδότης
γαιομέτρης
γαιονόμος
γάϊος
γαιός
γαιοφάγος
View word page
γαιθυλα
γαιθυλα (δ supra scr.)· ἀμπελόπρασα, Hsch.; cf. γηθυλλίς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαιθυλα
Headword (normalized):
γαιθυλα
Headword (normalized/stripped):
γαιθυλα
IDX:
21408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21409
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαιθυλα</span> (<span class="itype greek">δ</span> supra scr.)<span class="foreign greek">· ἀμπελόπρασα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">γηθυλλίς</span>.</div><br><br>'}