Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαγγραινόομαι
γαγγραινώδης
γαγγραίνωμα
γαγγραίνωσις
Γάδαρα
γάδαρος
γαδεῖν
Γάδειρα
Γαδειτάνα
γαδή
γάδιξ<ις>
γάδος
γαεών
γάζα
γάζας
Γαζίτιον
γαζοφυλακέω
γαζοφυλάκιον
γαζοφύλαξ
γάθευδον
γαθέω
View word page
γάδιξ<ις>
γάδιξ<ις>· ὁμολογία, Hsch. (vάδ-). γᾶδος· γάλα, ἄλλοι ὄξος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γάδιξ<ις>
Headword (normalized):
γάδιξ<ις>
Headword (normalized/stripped):
γαδιξ<ις>
IDX:
21389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21390
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γάδιξ&lt;ις&gt;·</span> <span class="foreign greek">ὁμολογία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="etym greek">vάδ-</span>). <span class="orth greek">γᾶδος·</span> <span class="foreign greek">γάλα, ἄλλοι ὄξος</span>, Id.</div><br><br>'}