Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Γαγγητικός
γαγγίας
γαγγαλίας
Γαγγῖτις
γαγγλίον
γαγγλιώδης
γάγγραινα
γαγγραινικός
γαγγραινόομαι
γαγγραινώδης
γαγγραίνωμα
γαγγραίνωσις
Γάδαρα
γάδαρος
γαδεῖν
Γάδειρα
Γαδειτάνα
γαδή
γάδιξ<ις>
γάδος
γαεών
View word page
γαγγραίνωμα
γαγγραίν-ωμα
,
τό
, = sq.,
Pall.
Febr.
7
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γαγγραίνωμα
Headword (normalized):
γαγγραίνωμα
Headword (normalized/stripped):
γαγγραινωμα
IDX:
21381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21382
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαγγραίν-ωμα</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pall.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Febr.</span> 7 </span>.</div><br><br>'}