Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαγγαλιάω
γαγγαλίζω
γαγγαλίδες
γάγγαλος
γαγγαμεύς
γαγγαμευτής
γάγγαμον
γαγγαμουλκός
Γαγγητικός
γαγγίας
γαγγαλίας
Γαγγῖτις
γαγγλίον
γαγγλιώδης
γάγγραινα
γαγγραινικός
γαγγραινόομαι
γαγγραινώδης
γαγγραίνωμα
γαγγραίνωσις
Γάδαρα
View word page
γαγγαλίας
γαγγαλίας (leg. γαγγαλίδας)· οἱ μὲν γελασῖνον, οἱ δὲ τὴν τῶν νεύρων (ἐρίων cod.) συστροφήν, ἄλλοι ὑποστάθμην, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαγγαλίας
Headword (normalized):
γαγγαλίας
Headword (normalized/stripped):
γαγγαλιας
IDX:
21373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21374
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαγγαλίας</span> (leg. <span class="foreign greek">γαγγαλίδας</span>)<span class="foreign greek">· οἱ μὲν γελασῖνον, οἱ δὲ τὴν τῶν νεύρων </span>(<span class="foreign greek">ἐρίων</span> cod.) <span class="foreign greek">συστροφήν, ἄλλοι ὑποστάθμην</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}