Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γαγγαίνειν
γαγγαλιάω
γαγγαλίζω
γαγγαλίδες
γάγγαλος
γαγγαμεύς
γαγγαμευτής
γάγγαμον
γαγγαμουλκός
Γαγγητικός
γαγγίας
γαγγαλίας
Γαγγῖτις
γαγγλίον
γαγγλιώδης
γάγγραινα
γαγγραινικός
γαγγραινόομαι
γαγγραινώδης
γαγγραίνωμα
γαγγραίνωσις
View word page
γαγγίας
γαγγίας


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γαγγίας
Headword (normalized):
γαγγίας
Headword (normalized/stripped):
γαγγιας
IDX:
21372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21373
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαγγίας</span> <span class="foreign greek">ἤ</span> </div><br><br>'}