Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βωτάζειν
βωτιάνειρα
βώτωρ
βώχ
γ
γα1
γᾶ2
γαβαθόν
γαβαλάν
Γαγάτης
γαγγαίνειν
γαγγαλιάω
γαγγαλίζω
γαγγαλίδες
γάγγαλος
γαγγαμεύς
γαγγαμευτής
γάγγαμον
γαγγαμουλκός
Γαγγητικός
γαγγίας
View word page
γαγγαίνειν
γαγγαίνειν·
τὸ μετὰ γέλωτος προσπαίζειν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γαγγαίνειν
Headword (normalized):
γαγγαίνειν
Headword (normalized/stripped):
γαγγαινειν
IDX:
21362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21363
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γαγγαίνειν·</span> <span class="foreign greek">τὸ μετὰ γέλωτος προσπαίζειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}