Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βωμολοχικός
βωμόλοχος
βωμονίκης
βωμός
βωμόσπειρον
βῶν
βώνημα
βωνίτης
βῶξ
βωρεύς
Βωρθία
βώριμος
βῶροι
βῶς
βωσαρή
βώσας
βωσιδία
βωσίον
βωστήρ
βωστρέω
βωτάριον
View word page
Βωρθία
Βωρθία·
Ὀρθία
(q. v.),
Hsch.
; cf.
Βορθεία
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Βωρθία
Headword (normalized):
βωρθία
Headword (normalized/stripped):
βωρθια
IDX:
21341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21342
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Βωρθία·</span> <span class="foreign greek">Ὀρθία</span> (q. v.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">Βορθεία</span>.</div><br><br>'}