Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βωμολοχέω
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμόλοχος
βωμονίκης
βωμός
βωμόσπειρον
βῶν
βώνημα
βωνίτης
βῶξ
βωρεύς
Βωρθία
βώριμος
βῶροι
βῶς
βωσαρή
βώσας
βωσιδία
βωσίον
βωστήρ
View word page
βῶξ
βῶξ, βωκός,, contr. for βόαξ (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βῶξ
Headword (normalized):
βῶξ
Headword (normalized/stripped):
βωξ
IDX:
21339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῶξ</span>, <span class="foreign greek">βωκός,</span>, contr. for <span class="foreign greek">βόαξ</span> (q. v.).</div><br><br>'}