Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχέω
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμόλοχος
βωμονίκης
βωμός
βωμόσπειρον
βῶν
βώνημα
βωνίτης
βῶξ
βωρεύς
Βωρθία
βώριμος
βῶροι
βῶς
βωσαρή
βώσας
βωσιδία
View word page
βώνημα
βώνημα·
εἴρημα
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βώνημα
Headword (normalized):
βώνημα
Headword (normalized/stripped):
βωνημα
IDX:
21337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21338
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βώνημα·</span> <span class="foreign greek">εἴρημα</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}