Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βωμοειδής
βωμολόχευμα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχέω
βωμολοχία
βωμολοχικός
βωμόλοχος
βωμονίκης
βωμός
βωμόσπειρον
βῶν
βώνημα
βωνίτης
βῶξ
βωρεύς
Βωρθία
βώριμος
βῶροι
βῶς
βωσαρή
βώσας
View word page
βῶν
βῶν,
A). v. βοῦς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βῶν
Headword (normalized):
βῶν
Headword (normalized/stripped):
βων
IDX:
21336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῶν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βοῦς</span> .</div> </div><br><br>'}