Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βωλίτης
βωλοειδής
βωλοκοπέω
βωλοκόπος
βωλόκριθον
βωλολογέω
βώλομαι
βωλόναι
βωλοποιέω
βωλόπυρος
βωλόρυχα
βῶλος
βωλοστροφέω
βωλοτόμος
βωλώδης
βώλωσις
βωμαίνω
βωμάκευμα
βώμαξ
βώμευσις
βωμιαῖος
View word page
βωλόρυχα
βωλόρυχα
(
βῶλος, ὀρύσσω
)
· τὴν σῦν
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βωλόρυχα
Headword (normalized):
βωλόρυχα
Headword (normalized/stripped):
βωλορυχα
IDX:
21306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21307
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βωλόρυχα</span> (<span class="etym greek">βῶλος, ὀρύσσω</span>)<span class="foreign greek">· τὴν σῦν</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}