Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βωλήτιον
βώλινος
βωλίον
βωλίς
βωλίτης
βωλοειδής
βωλοκοπέω
βωλοκόπος
βωλόκριθον
βωλολογέω
βώλομαι
βωλόναι
βωλοποιέω
βωλόπυρος
βωλόρυχα
βῶλος
βωλοστροφέω
βωλοτόμος
βωλώδης
βώλωσις
βωμαίνω
View word page
βώλομαι
βώλομαι
, Cret. for
βούλομαι
,
GDI
5042.16
(iii B. C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βώλομαι
Headword (normalized):
βώλομαι
Headword (normalized/stripped):
βωλομαι
IDX:
21302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21303
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βώλομαι</span>, Cret. for <span class="foreign greek">βούλομαι</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 5042.16 </span> (iii B. C.).</div><br><br>'}