Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βυρσικός
βυρσιμώλους
βυρσίνη
βύρσινος
βυρσίς
βυρσοδεψεῖον
βυρσοδεψέω
βυρσοδέψης
βυρσοδέψησις
βυρσοδεψικός
βυρσοδέψιμος
βυρσοδέψιον
βυρσόκαππος
βυρσοπαγής
βυρσοπαφλαγών
βυρσοποιός
βυρσοπώλης
βυρσοτενής
βυρσοτομέω
βυρσοτόμος
βυρσότονος
View word page
βυρσοδέψιμος
βυρσοδέψ-ιμος,
A). v. βυρσιμώλους .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βυρσοδέψιμος
Headword (normalized):
βυρσοδέψιμος
Headword (normalized/stripped):
βυρσοδεψιμος
IDX:
21241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21242
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βυρσοδέψ-ιμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βυρσιμώλους</span> .</div> </div><br><br>'}