βύπτειν
βύπτειν· βαπτίζειν, βύρθακος· βάτραχος, Id. βυρικόμενος· πνιγόμενος, τραχηλιζόμενος, Id. βυριόθεν,
A). = βαυρ- , q. v., Id.: βύριον· οἴκημα, Id. βύρμακας· μύρμηκας, Id. βυρμός· σταθμός, Id. βυρρός, = κάνθαρος (Tyrrhen.), Id.
II). = βίρρος , BGU 814.8 (iii A. D.).