Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βύζην
βυζόν
βύζω1
βύζω2
βύθαλον
βυθάω
βυθίζω
βύθιος
βυθισμός
βυθῖτις
βυθμός
βυθμήν
βυθοκυματοδρόμος
βυθός
βυθοταραξοκίνησε
βυθοτρεφής
βυκανάω
βυκάνη
βυκάνημα
βυκανητής
βυκανισμός
View word page
βυθμός
βῠθ-μός·
ἄντρον, πυθμήν, καὶ
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βυθμός
Headword (normalized):
βυθμός
Headword (normalized/stripped):
βυθμος
IDX:
21201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21202
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βῠθ-μός·</span> <span class="foreign greek">ἄντρον, πυθμήν, καὶ</span> </div><br><br>'}