Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βυβλείδιον
βυβλία
βυβλινοπέδιλος
βύβλινος
βυβλιοθήκη
βύβλιοι
βύβλος
βυβός
βυδοί
βῦζα
βυζαντία
βύζην
βυζόν
βύζω1
βύζω2
βύθαλον
βυθάω
βυθίζω
βύθιος
βυθισμός
βυθῖτις
View word page
βυζαντία
βυζαντία· εἶδος ὁρμιᾶς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βυζαντία
Headword (normalized):
βυζαντία
Headword (normalized/stripped):
βυζαντια
IDX:
21190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21191
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βυζαντία·</span> <span class="foreign greek">εἶδος ὁρμιᾶς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}