Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βρῶσις
βρωστήρ
βρωτέος
βρωτήρ
βρωτικός
βρωτός
βρωτύς
βῦ
βύας
βυβλάριον
βυβλείδιον
βυβλία
βυβλινοπέδιλος
βύβλινος
βυβλιοθήκη
βύβλιοι
βύβλος
βυβός
βυδοί
βῦζα
βυζαντία
View word page
βυβλείδιον
βυβλείδιον,
A). v. βιβλίδιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βυβλείδιον
Headword (normalized):
βυβλείδιον
Headword (normalized/stripped):
βυβλειδιον
IDX:
21180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21181
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βυβλείδιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βιβλίδιον</span> .</div> </div><br><br>'}