Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βρυχετός
βρυχή
βρυχηδόν
βρυχηθμός
βρύχημα
βρυχητήρ
βρυχητής
βρυχητικός
βρυχιάω
βρύχιος
βρυχίς
βρυχμή
βρυχός
βρύω
βρυώδης
βρυώνη
βρυωνία
βρυωνιάς
βρώζω
βρῶμα
βρωμάομαι
View word page
βρυχίς
βρυχίς· κλῆμα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βρυχίς
Headword (normalized):
βρυχίς
Headword (normalized/stripped):
βρυχις
IDX:
21143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21144
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρυχίς·</span> <span class="foreign greek">κλῆμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}