Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βρυοφόρος
βρύοχον
βρύσις
βρύσσος
βρύσται
Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος
βρύτανα
βρυτανεῖον
βρύτεα
βρύτηρ
βρυτιγγοί
βρυτικός
βρύτινος
βρυτίς
βρύτιχοι
βρυτονία
βρύτον
βρῦτος
βρύττειν
βρυχάνα
βρυχανάομαι
View word page
βρυτιγγοί
βρυτιγγοί· χιτῶνες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βρυτιγγοί
Headword (normalized):
βρυτιγγοί
Headword (normalized/stripped):
βρυτιγγοι
IDX:
21121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21122
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρυτιγγοί·</span> <span class="foreign greek">χιτῶνες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}