Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βρῦν
βρυνχόν
βρύξ
βρυόεις
βρύον
βρυόομαι
βρυοφόρος
βρύοχον
βρύσις
βρύσσος
βρύσται
Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος
βρύτανα
βρυτανεῖον
βρύτεα
βρύτηρ
βρυτιγγοί
βρυτικός
βρύτινος
βρυτίς
βρύτιχοι
View word page
βρύσται
βρύσται·
κρημνοί
, also as place-name,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βρύσται
Headword (normalized):
βρύσται
Headword (normalized/stripped):
βρυσται
IDX:
21115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21116
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρύσται·</span> <span class="foreign greek">κρημνοί</span>, also as place-name, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}