βρύθακες
βρύθακες,
A). silken tunics, βρύκαι· αἱ ἱεραί (leg. βρύκαιναι· ἱεραί) (Dorian), Id. βρῡκᾰνάομαι, = βρυχ- , Id. βρυκεδανός· πολυφάγος, οἱ δὲ μακρός, Id. βρυκετός, = βρυγμός , Id. βρύκος· κῆρυξ (cf. βρύοχος), οἱ δὲ βάρβαρος (cf. βρούχετος), οἱ δὲ ἀττέλεβος (cf. βροῦκος), Id. βρυκταία, a kind of plant, Id.