Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βρόχος
βρόχυς
βρόχω
βροχωτός
βρῦ
βρύα
βρυάζω
βρύαθ<μ>ον
βρυάκτης
βρυαλιγμός
βρυαλίζων
βρυαλίκτης
βρυανιῶν
βρύας
βρυασμός
βρύγδην
βρύγμα
βρυγμός
βρυγκός
βρύζω
βρύθακες
View word page
βρυαλίζων
βρῠᾰλ-ίζων·
διαρρήσσων
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βρυαλίζων
Headword (normalized):
βρυαλίζων
Headword (normalized/stripped):
βρυαλιζων
IDX:
21090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21091
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρῠᾰλ-ίζων·</span> <span class="foreign greek">διαρρήσσων</span>, Id.</div><br><br>'}