Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βροχίζω
βροχικός
βρόχιον
βροχίς
βροχμός
βροχμώδης
βρόχος
βρόχυς
βρόχω
βροχωτός
βρῦ
βρύα
βρυάζω
βρύαθ<μ>ον
βρυάκτης
βρυαλιγμός
βρυαλίζων
βρυαλίκτης
βρυανιῶν
βρύας
βρυασμός
View word page
βρῦ
βρῦ,
A). v. βρῦν .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βρῦ
Headword (normalized):
βρῦ
Headword (normalized/stripped):
βρυ
IDX:
21084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21085
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρῦ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βρῦν</span> .</div> </div><br><br>'}