Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βροτοσκόπος
βροτοσσόος
βροτοστόνος
βροτοστυγής
βροτοφεγγής
βροτόφηλος
βροτοφθόρος
βροτωφελής
βροῦ
βροῦκος
βρουλλοκύπερος
βρουλός
βροχετός
βροχή
βροχθίζω
βρόχθος
βροχθώδης
βροχίζω
βροχικός
βρόχιον
βροχίς
View word page
βρουλλοκύπερος
βρουλλοκύπερος, , a kind of κύπερος, Aët. 1.132 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βρουλλοκύπερος
Headword (normalized):
βρουλλοκύπερος
Headword (normalized/stripped):
βρουλλοκυπερος
IDX:
21067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21068
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρουλλοκύπερος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a kind of <span class="foreign greek">κύπερος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg001:132" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg001:132/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 1.132 </a>.</div><br><br>'}