Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βροντοποιός
βροντοσκοπία
βροντώδης
βρόξαι
βρόσσων
βρόταχος
βρότειος
βροτήσιος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτοδαίμων
βροτοειδής
βροτόεις
βροτοκέρτης
βροτοκλώστειρα
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτόομαι
βροτόπους
βροτός
View word page
βροτοδαίμων
βροτο-δαίμων, ,
A). = ἡμίθεος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βροτοδαίμων
Headword (normalized):
βροτοδαίμων
Headword (normalized/stripped):
βροτοδαιμων
IDX:
21045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21046
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βροτο-δαίμων</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἡμίθεος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}