Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βρόντημα
βρόντης
βροντησικέραυνος
βροντήσιος
βροντητικός
βροντοκεραυνοπάτωρ
βροντοποιός
βροντοσκοπία
βροντώδης
βρόξαι
βρόσσων
βρόταχος
βρότειος
βροτήσιος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτοδαίμων
βροτοειδής
βροτόεις
βροτοκέρτης
βροτοκλώστειρα
View word page
βρόσσων
βρόσσων, Aeol.,
A). = βράσσων , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βρόσσων
Headword (normalized):
βρόσσων
Headword (normalized/stripped):
βροσσων
IDX:
21039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21040
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρόσσων</span>, Aeol., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βράσσων</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}