Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βροντή
βρόντημα
βρόντης
βροντησικέραυνος
βροντήσιος
βροντητικός
βροντοκεραυνοπάτωρ
βροντοποιός
βροντοσκοπία
βροντώδης
βρόξαι
βρόσσων
βρόταχος
βρότειος
βροτήσιος
βροτοβάμων
βροτόγηρυς
βροτοδαίμων
βροτοειδής
βροτόεις
βροτοκέρτης
View word page
βρόξαι
βρόξαι,
A). v. Βρόχω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βρόξαι
Headword (normalized):
βρόξαι
Headword (normalized/stripped):
βροξαι
IDX:
21038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21039
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρόξαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Βρόχω</span> .</div> </div><br><br>'}