Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βρόκος
βρόκων
βρομέω
βρομιάζομαι
βρομιάς
βρόμιος
βρόμος
βρόμος
βρομώδης
βρονταγωγός
βροντάζω
βρονταῖος
βροντάω
βροντεῖον
βροντή
βρόντημα
βρόντης
βροντησικέραυνος
βροντήσιος
βροντητικός
βροντοκεραυνοπάτωρ
View word page
βροντάζω
βροντ-άζω,
A). = βροντῶ , ib. 1039 , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βροντάζω
Headword (normalized):
βροντάζω
Headword (normalized/stripped):
βρονταζω
IDX:
21024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21025
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βροντ-άζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βροντῶ</span> , ib. <span class="bibl"> 1039 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}