Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βροδόπαχυς
βρόκος
βρόκων
βρομέω
βρομιάζομαι
βρομιάς
βρόμιος
βρόμος
βρόμος
βρομώδης
βρονταγωγός
βροντάζω
βρονταῖος
βροντάω
βροντεῖον
βροντή
βρόντημα
βρόντης
βροντησικέραυνος
βροντήσιος
βροντητικός
View word page
βρονταγωγός
βροντ-ᾰγωγός,
A). bringing thunder, PMag.Par. 1.182 .


ShortDef

bringing thunder

Debugging

Headword:
βρονταγωγός
Headword (normalized):
βρονταγωγός
Headword (normalized/stripped):
βρονταγωγος
IDX:
21023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21024
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βροντ-ᾰγωγός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bringing thunder,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.182 </span>.</div> </div><br><br>'}