Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βρογχία1
βρόγχια2
βρογχιάζω
βρογχοκήλη
βρογχοκηλικός
βρογχοπαράταξις
βρόγχος
βρογχωτήρ
βροδοδάκτυλος
βρόδον
βροδόπαχυς
βρόκος
βρόκων
βρομέω
βρομιάζομαι
βρομιάς
βρόμιος
βρόμος
βρόμος
βρομώδης
βρονταγωγός
View word page
βροδόπαχυς
βροδόπᾱχυς,
A). = ῥοδόπηχυς , Sapph. 65 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βροδόπαχυς
Headword (normalized):
βροδόπαχυς
Headword (normalized/stripped):
βροδοπαχυς
IDX:
21013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21014
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βροδόπᾱχυς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ῥοδόπηχυς</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sapph.</span> 65 </span>.</div> </div><br><br>'}