Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βρισαύχην
Βρισεύς
βρισόμαχος
Βριτόμαρτις
βρίτος
βρογχεῖον
βρογχία1
βρόγχια2
βρογχιάζω
βρογχοκήλη
βρογχοκηλικός
βρογχοπαράταξις
βρόγχος
βρογχωτήρ
βροδοδάκτυλος
βρόδον
βροδόπαχυς
βρόκος
βρόκων
βρομέω
βρομιάζομαι
View word page
βρογχοκηλικός
βρογχο-κηλικός, όν,
A). suffering from βρογχοκήλη, interpol. in Dsc. 4.119 .


ShortDef

suffering from a throat tumor

Debugging

Headword:
βρογχοκηλικός
Headword (normalized):
βρογχοκηλικός
Headword (normalized/stripped):
βρογχοκηλικος
IDX:
21007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21008
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρογχο-κηλικός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">suffering from</span> <span class="foreign greek">βρογχοκήλη</span>, interpol. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.119 </span>.</div> </div><br><br>'}