Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βριμός
βριμώ
βριμώδης
βρίμωσις
βρινδεῖν
βρισάρματος
βρισαύχην
Βρισεύς
βρισόμαχος
Βριτόμαρτις
βρίτος
βρογχεῖον
βρογχία1
βρόγχια2
βρογχιάζω
βρογχοκήλη
βρογχοκηλικός
βρογχοπαράταξις
βρόγχος
βρογχωτήρ
βροδοδάκτυλος
View word page
βρίτος
βρίτος·
ἔτος
,
Hsch.
βριτύ·
γλυκύ
(Cret.), Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βρίτος
Headword (normalized):
βρίτος
Headword (normalized/stripped):
βριτος
IDX:
21001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-21002
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρίτος·</span> <span class="foreign greek">ἔτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">βριτύ·</span> <span class="foreign greek">γλυκύ</span> (Cret.), Id.</div><br><br>'}