Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βριμάζω
βριμαίνω
βριμάομαι
βρίμη
βρίμημα
βριμόομαι
βριμός
βριμώ
βριμώδης
βρίμωσις
βρινδεῖν
βρισάρματος
βρισαύχην
Βρισεύς
βρισόμαχος
Βριτόμαρτις
βρίτος
βρογχεῖον
βρογχία1
βρόγχια2
βρογχιάζω
View word page
βρινδεῖν
βρινδεῖν·
θυμοῦσθαι, ἐρεθίζειν
,
Hsch.
βρίννια
,
τά
,
A).
lamb's flesh,
Id.
βρίξ·
θριδακίνη, καὶ εἶδος ἄνθους, οἱ δὲ περιστερεῶνα
, Id.
ShortDef
lamb's flesh
Debugging
Headword:
βρινδεῖν
Headword (normalized):
βρινδεῖν
Headword (normalized/stripped):
βρινδειν
IDX:
20995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20996
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρινδεῖν·</span> <span class="foreign greek">θυμοῦσθαι, ἐρεθίζειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">βρίννια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lamb\'s flesh,</span> Id. <span class="orth greek">βρίξ·</span> <span class="foreign greek">θριδακίνη, καὶ εἶδος ἄνθους, οἱ δὲ περιστερεῶνα</span>, Id.</div> </div><br><br>'}