Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βρίκελος
βρικίννη
βρικίσματα
βρικόν
βριμάζω
βριμαίνω
βριμάομαι
βρίμη
βρίμημα
βριμόομαι
βριμός
βριμώ
βριμώδης
βρίμωσις
βρινδεῖν
βρισάρματος
βρισαύχην
Βρισεύς
βρισόμαχος
Βριτόμαρτις
βρίτος
View word page
βριμός
βρῑμ-ός· μέγας, χαλεπός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βριμός
Headword (normalized):
βριμός
Headword (normalized/stripped):
βριμος
IDX:
20991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20992
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρῑμ-ός·</span> <span class="foreign greek">μέγας, χαλεπός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}