Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βρίηρον
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
βρικίννη
βρικίσματα
βρικόν
βριμάζω
βριμαίνω
βριμάομαι
βρίμη
βρίμημα
βριμόομαι
βριμός
βριμώ
βριμώδης
βρίμωσις
View word page
βρικόν
βρικόν·
ὄνον
(Cyren.),
Hsch.
:
βρικοί·
πονηροί
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βρικόν
Headword (normalized):
βρικόν
Headword (normalized/stripped):
βρικον
IDX:
20984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20985
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρικόν·</span> <span class="foreign greek">ὄνον</span> (Cyren.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: <span class="orth greek">βρικοί·</span> <span class="foreign greek">πονηροί</span>, Id.</div><br><br>'}