Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βριήπυος
βρίηρον
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
βρικίννη
βρικίσματα
βρικόν
βριμάζω
βριμαίνω
βριμάομαι
βρίμη
βρίμημα
βριμόομαι
βριμός
βριμώ
βριμώδης
View word page
βρικίσματα
βρικίσματα, τά, name of a Phrygian
A). dance, Hsch.


ShortDef

dance

Debugging

Headword:
βρικίσματα
Headword (normalized):
βρικίσματα
Headword (normalized/stripped):
βρικισματα
IDX:
20983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20984
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρικίσματα</span>, <span class="gen greek">τά</span>, name of a Phrygian <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dance</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}