Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βριζώ2
βριήπυος
βρίηρον
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
βρικίννη
βρικίσματα
βρικόν
βριμάζω
βριμαίνω
βριμάομαι
βρίμη
βρίμημα
βριμόομαι
βριμός
βριμώ
View word page
βρικίννη
βρικίννη· εἶδος βοτάνης, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βρικίννη
Headword (normalized):
βρικίννη
Headword (normalized/stripped):
βρικιννη
IDX:
20982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20983
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρικίννη·</span> <span class="foreign greek">εἶδος βοτάνης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}